κρυσταλλώνω

κρυσταλλώνω
και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, -όω) [κρύσταλλος]
μέσ. κρυσταλλοῡμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ.
β. «εύρε δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.
μέσ. (κρυσταλλ.) αποκτώ κρυσταλλικότητα, αποκτώ κρυσταλλική δομή
νεοελλ.-μσν.
μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, καταψύχω, παγώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλώνω — κρυστάλλωσα, κρυσταλλώθηκα, κρυσταλλωμένος, μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, το παγώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακρυσταλλώνω — κρυσταλλώνω εκ νέου, μετατρέπω κάτι ξανά σε κρυστάλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρυσταλλώνω. ΠΑΡ. ανακρυστάλλωση] …   Dictionary of Greek

  • ακρυστάλλωτος — η, ο [κρυσταλλώνω] (συνήθως για γλυκίσματα που παρασκευάζονται σε υγρή κατάσταση) αυτός που δεν κρυστάλλωσε, δεν σχημάτισε κρυστάλλους …   Dictionary of Greek

  • καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωμα — το (Μ κρυστάλλωμα) σώμα που κρυσταλλώθηκε, κρύσταλλο μσν. δροσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά, Ι. Ν. Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλούμαι — (AM κρυσταλλοῡμαι, όομαι) βλ. κρυσταλλώνω …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλωτικός — ή, ό 1. αυτός που επιφέρει κρυστάλλωση 2. αυτός που χρησιμεύει στην κρυστάλλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”