- κρυσταλλώνω
- και κρυσταλλώ (AM κρυσταλλῶ, -όω) [κρύσταλλος]μέσ. κρυσταλλοῡμαι, -όομαιμεταβάλλομαι σε κρύσταλλο, παγώνω (α. «κατέστησε τα μέλη του ωχρά, κρυσταλλωμένα», Ζαλοκ.β. «εύρε δ' αὐτὸν Ἀλέξανδρος, κρυσταλλωθέντα τότε και σχήμα καθυποβαλών», Λίβ. Ρόδ.)νεοελλ.μέσ. (κρυσταλλ.) αποκτώ κρυσταλλικότητα, αποκτώ κρυσταλλική δομήνεοελλ.-μσν.μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, καταψύχω, παγώνω.
Dictionary of Greek. 2013.